- σπορέλαιο
- τολάδι που βγαίνει από σπόρους διάφορων φυτών: Μαγειρεύει τα φαγητά της με σπορέλαιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπορέλαιο — το, Ν (τροφ. χημ.) γενική ονομασία για όλα τα λιπαρά έλαια φυτικής προέλευσης που λαμβάνονται με σύνθλιψη ή εκχύλιση διαφόρων ελαιούχων σπερμάτων και χρησιμοποιούνται κυρίως στη διατροφή τού ανθρώπου αλλά και για την παρασκευή ελαιοχρωμάτων και… … Dictionary of Greek
έλαιο — και λάδι, το (AM ἔλαιον) 1. το υγρό που λαμβάνεται από την έκθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο 2. γεν. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτικές, ζωικές ή ορυκτές ουσίες π.χ. σπορέλαιο, αμυγδαλέλαιο, αραβοσιτέλαιο, φιστικέλαιο,… … Dictionary of Greek
σπορελαιουργία — η, Ν (τροφ. τεχνολ.) κλάδος τής τεχνολογίας τροφίμων που ασχολείται με τον διαχωρισμό τού ελαίου από τα ελαιούχα σπέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπορέλαιο + ουργία (< ουργός*)] … Dictionary of Greek
Ρίο ντε Tζανέιρο — I (Rio de Janeiro). Ομόσπονδη Πολιτεία της νοτιοανατολικής Βραζιλίας, που βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και στα Ν και συνορεύει με το Εσπίριτου Σάντου στα ΒΑ, τη Μίνα Ζεράις στα Β και το Σαν Πάουλο στα ΝΔ. Έχει έκταση 43.653 τ. χλμ. ·… … Dictionary of Greek